Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρωγμός
κρώζω
κρωσσίον
κρωσσός
κτάντης
κτάομαι
κτέανον
κτέαρ
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενισμός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
View word page
κτεατιστός
κτεατιστός κτεᾰτιστός, ή, όν gotten, acquired, Anth.

ShortDef

gotten, acquired

Debugging

Headword:
κτεατιστός
Headword (normalized):
κτεατιστός
Headword (normalized/stripped):
κτεατιστος
IDX:
18775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18793
Key:
kteatisto/s

Data

{'content': 'κτεατιστός\n κτεᾰτιστός, ή, όν\n gotten, acquired, Anth.', 'key': 'kteatisto/s'}