κρυσταλλόπηκτος
            
          
          κρυσταλλόπηκτος
 κρυσταλλό-πηκτος, ον
 congealed to ice, frozen, Eur.
          {
  "content": "κρυσταλλόπηκτος\n κρυσταλλό-πηκτος, ον\n congealed to ice, frozen, Eur.",
  "key": "krustallo/phktos"
}