Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρυόεις
κρύος
κρυπτάδιος
κρυπτεία
κρυπτέος
κρυπτεύω
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυσταλλόπηκτος
κρυσταλλοπήξ
κρύσταλλος
κρυφαῖος
κρύφα
κρυφᾷ
κρυφηδόν
κρυφῇ
κρύφιος
κρυφός
κρύφω
View word page
κρυσταλλόπηκτος
κρυσταλλόπηκτος κρυσταλλό-πηκτος, ον congealed to ice, frozen, Eur.

ShortDef

congealed to ice, frozen

Debugging

Headword:
κρυσταλλόπηκτος
Headword (normalized):
κρυσταλλόπηκτος
Headword (normalized/stripped):
κρυσταλλοπηκτος
IDX:
18751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18769
Key:
krustallo/phktos

Data

{'content': 'κρυσταλλόπηκτος\n κρυσταλλό-πηκτος, ον\n congealed to ice, frozen, Eur.', 'key': 'krustallo/phktos'}