Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρύβδην
κρυερός
κρυμός
κρυμώδης
κρυόεις
κρύος
κρυπτάδιος
κρυπτεία
κρυπτέος
κρυπτεύω
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυσταλλόπηκτος
κρυσταλλοπήξ
κρύσταλλος
κρυφαῖος
κρύφα
κρυφᾷ
κρυφηδόν
View word page
κρυπτός
κρυπτός κρυπτός, ή, όν verb. adj. of κρύπτω, hidden, secret, Il., Hdt., etc.; κρυπτὴ τάφρος a trench covered and concealed by planks and earth, Hdt.; τὸ κρ. τῆς πολιτείας the secret character of [the Spartan] institutions, Thuc.

ShortDef

hidden, secret

Debugging

Headword:
κρυπτός
Headword (normalized):
κρυπτός
Headword (normalized/stripped):
κρυπτος
IDX:
18747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18765
Key:
krupto/s

Data

{'content': 'κρυπτός\n κρυπτός, ή, όν\n verb. adj. of κρύπτω,\n hidden, secret, Il., Hdt., etc.; κρυπτὴ τάφρος a trench covered and concealed by planks and earth, Hdt.; τὸ κρ. τῆς πολιτείας the secret character of [the Spartan] institutions, Thuc.', 'key': 'krupto/s'}