Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρούω
κρύβδα
κρύβδην
κρυερός
κρυμός
κρυμώδης
κρυόεις
κρύος
κρυπτάδιος
κρυπτεία
κρυπτέος
κρυπτεύω
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυσταλλόπηκτος
κρυσταλλοπήξ
κρύσταλλος
κρυφαῖος
κρύφα
View word page
κρυπτέος
κρυπτέος κρυπτέος, ον verb. adj. of κρύπτω, Soph., Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρυπτέος
Headword (normalized):
κρυπτέος
Headword (normalized/stripped):
κρυπτεος
IDX:
18745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18763
Key:
krupte/os

Data

{'content': 'κρυπτέος\n κρυπτέος, ον\n verb. adj. of κρύπτω, Soph., Anth.', 'key': 'krupte/os'}