Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κροῦσμα
κρουστικός
κρούω
κρύβδα
κρύβδην
κρυερός
κρυμός
κρυμώδης
κρυόεις
κρύος
κρυπτάδιος
κρυπτεία
κρυπτέος
κρυπτεύω
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυσταλλόπηκτος
κρυσταλλοπήξ
κρύσταλλος
View word page
κρυπτάδιος
κρυπτάδιος κρυπτάδιος (ᾰ), η, ον κρύπτω secret, clandestine, Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il.
ShortDef
secret, clandestine
Debugging
Headword:
κρυπτάδιος
Headword (normalized):
κρυπτάδιος
Headword (normalized/stripped):
κρυπταδιος
IDX:
18743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18761
Key:
krupta/dios
Data
{'content': 'κρυπτάδιος\n κρυπτάδιος (ᾰ), η, ον\n κρύπτω\n secret, clandestine, Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il.', 'key': 'krupta/dios'}