Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρουνοχυτρολήραιος
κροῦσις
κροῦσμα
κρουστικός
κρούω
κρύβδα
κρύβδην
κρυερός
κρυμός
κρυμώδης
κρυόεις
κρύος
κρυπτάδιος
κρυπτεία
κρυπτέος
κρυπτεύω
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυσταλλόπηκτος
View word page
κρυόεις
κρυόεις κρυόεις, εσσα, εν = κρυερός chilling, Il., Hes. icy-cold, Anth.

ShortDef

chilling

Debugging

Headword:
κρυόεις
Headword (normalized):
κρυόεις
Headword (normalized/stripped):
κρυοεις
IDX:
18741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18759
Key:
kruo/eis

Data

{'content': 'κρυόεις\n κρυόεις, εσσα, εν\n = κρυερός\n chilling, Il., Hes.\n icy-cold, Anth.', 'key': 'kruo/eis'}