Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κρουνός
κρουνοχυτρολήραιος
κροῦσις
κροῦσμα
κρουστικός
κρούω
κρύβδα
κρύβδην
κρυερός
κρυμός
κρυμώδης
κρυόεις
κρύος
κρυπτάδιος
κρυπτεία
κρυπτέος
κρυπτεύω
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
View word page
κρυμώδης
κρυμώδης κρυμ-ώδης, ες εἶδος icy-cold, frozen, icy, Anth.
ShortDef
icy-cold, frozen, icy
Debugging
Headword:
κρυμώδης
Headword (normalized):
κρυμώδης
Headword (normalized/stripped):
κρυμωδης
IDX:
18740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18758
Key:
krumw/dhs
Data
{'content': 'κρυμώδης\n κρυμ-ώδης, ες\n εἶδος\n icy-cold, frozen, icy, Anth.', 'key': 'krumw/dhs'}