Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κρουνίζω
κρούνισμα
κρουνός
κρουνοχυτρολήραιος
κροῦσις
κροῦσμα
κρουστικός
κρούω
κρύβδα
κρύβδην
κρυερός
κρυμός
κρυμώδης
κρυόεις
κρύος
κρυπτάδιος
κρυπτεία
κρυπτέος
κρυπτεύω
κρυπτός
κρύπτω
View word page
κρυερός
κρυερός κρυερός, ά, όν κρύος icy, chilling, in Hom. only metaph., κρυεροῖο γόοιο, κρυεροῖο φόβοιο; so κρυερὰ πάθεα Ar. icy-cold, Ar.
ShortDef
icy, chilling
Debugging
Headword:
κρυερός
Headword (normalized):
κρυερός
Headword (normalized/stripped):
κρυερος
IDX:
18738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18756
Key:
kruero/s
Data
{'content': 'κρυερός\n κρυερός, ά, όν\n κρύος\n icy, chilling, in Hom. only metaph., κρυεροῖο γόοιο, κρυεροῖο φόβοιο; so κρυερὰ πάθεα Ar.\n icy-cold, Ar.', 'key': 'kruero/s'}