κρουνοχυτρολήραιος
κρουνοχυτρολήραιος
κρουνο-χυτρο-λήραιος, ὁ,
κρουνός, χύτρα, ληρέω
a pourer forth of washy twaddle, Ar.
{
"content": "κρουνοχυτρολήραιος\n κρουνο-χυτρο-λήραιος, ὁ,\n κρουνός, χύτρα, ληρέω\n a pourer forth of washy twaddle, Ar.",
"key": "krounoxutrolh/raios"
}