Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κριτής
κριτικός
κριτός
κροαίνω
κροκάλη
κρόκεος
κροκήϊος
κρόκη
κρόκινος
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκόδιλος
κροκόεις
κροκόπεπλος
κρόκος
κροκόω
κροκύς
κροκωτός
κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμία
κρόμυον
View word page
κροκοβαφής
κροκοβαφής κροκο-βᾰφής, ές = κροκόβαπτος metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών to my heart ran the sallow, sickly blood-drop (that precedes death), Aesch.
ShortDef
sallow, sickly
Debugging
Headword:
κροκοβαφής
Headword (normalized):
κροκοβαφής
Headword (normalized/stripped):
κροκοβαφης
IDX:
18697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18715
Key:
krokobafh/s
Data
{'content': 'κροκοβαφής\n κροκο-βᾰφής, ές\n = κροκόβαπτος\n metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών to my heart ran the sallow, sickly blood-drop (that precedes death), Aesch.', 'key': 'krokobafh/s'}