Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρῖ
Κρῖσα
κρίσιμος
κρίσις
κριτέος
κριτήριον
κριτής
κριτικός
κριτός
κροαίνω
κροκάλη
κρόκεος
κροκήϊος
κρόκη
κρόκινος
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκόδιλος
κροκόεις
κροκόπεπλος
κρόκος
View word page
κροκάλη
κροκάλη κροκάλη (ᾰ), ἡ, a pebble, shingle, Anth.

ShortDef

a pebble, shingle

Debugging

Headword:
κροκάλη
Headword (normalized):
κροκάλη
Headword (normalized/stripped):
κροκαλη
IDX:
18691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18709
Key:
kroka/lh

Data

{'content': 'κροκάλη\n κροκάλη (ᾰ), ἡ,\n a pebble, shingle, Anth.', 'key': 'kroka/lh'}