Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κρίνω
κριοπρόσωπος
κριός
κρῖ
Κρῖσα
κρίσιμος
κρίσις
κριτέος
κριτήριον
κριτής
κριτικός
κριτός
κροαίνω
κροκάλη
κρόκεος
κροκήϊος
κρόκη
κρόκινος
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκόδιλος
View word page
κριτικός
κριτικός from κρῐτής κρῐτῐκός, ή, όν able to discern, critical, Arist. of or for judging, Arist.
ShortDef
able to discern, critical
Debugging
Headword:
κριτικός
Headword (normalized):
κριτικός
Headword (normalized/stripped):
κριτικος
IDX:
18688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18706
Key:
kritiko/s
Data
{'content': 'κριτικός\n from κρῐτής\n κρῐτῐκός, ή, όν\n able to discern, critical, Arist.\n of or for judging, Arist.', 'key': 'kritiko/s'}