Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
View word page
ἀγκύλος
ἀγκύλος ἄγκος crooked, curved, of a bow, Il.: beaked, of the eagle, Pind.: of greedy fingers, hooked, Ar. metaph., of style, crooked, intricate, Luc.

ShortDef

crooked, curved

Debugging

Headword:
ἀγκύλος
Headword (normalized):
ἀγκύλος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλος
IDX:
187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n187
Key:
a)gku/los

Data

{'content': 'ἀγκύλος\n ἄγκος\n crooked, curved, of a bow, Il.: beaked, of the eagle, Pind.: of greedy fingers, hooked, Ar.\n metaph., of style, crooked, intricate, Luc.', 'key': 'a)gku/los'}