Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κριθίζω
κρίθινος
κριθοτράγος
κρίκος
κρῖμα
κρίμνον
κρίνον
κρίνω
κριοπρόσωπος
κριός
κρῖ
Κρῖσα
κρίσιμος
κρίσις
κριτέος
κριτήριον
κριτής
κριτικός
κριτός
κροαίνω
κροκάλη
View word page
κρῖ
κρῖ Epic shortd. form for κριθή, barley, Hom. only in nom. and acc.
ShortDef
barley
Debugging
Headword:
κρῖ
Headword (normalized):
κρῖ
Headword (normalized/stripped):
κρι
IDX:
18681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18699
Key:
kri=
Data
{'content': 'κρῖ\n Epic shortd. form for κριθή,\n barley, Hom.\n only in nom. and acc.', 'key': 'kri='}