Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κρήτηνδε
Κρήτη
Κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
κριβανίτης
κρίβανος
κριβανωτός
κρίζω
κριθάω
κριθή
κριθίασις
κριθιάω
κριθίζω
κρίθινος
κριθοτράγος
κρίκος
κρῖμα
κρίμνον
κρίνον
κρίνω
View word page
κριθή
κριθή .κρῑθη, ἡ, barley-corns, barley (cf. κρῖ) , the meal being ἄλφιτα, Hom., Ar., etc.; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος a kind of beer (cf. κρίθινος) , Hdt. mostly in pl.,
ShortDef
barley-corns, barley
Debugging
Headword:
κριθή
Headword (normalized):
κριθή
Headword (normalized/stripped):
κριθη
IDX:
18668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18686
Key:
kriqh/
Data
{'content': 'κριθή\n .κρῑθη, ἡ,\n barley-corns, barley (cf. κρῖ) , the meal being ἄλφιτα, Hom., Ar., etc.; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος a kind of beer (cf. κρίθινος) , Hdt.\n mostly in pl.,', 'key': 'kriqh/'}