Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρημνοποιός
κρημνός
κρημνώδης
κρηναῖος
κρήνηθεν
κρήνηνδε
κρήνη
κρηνιάς
κρηνίς
κρηπίς
Κρής
κρησφύγετον
Κρήτηθεν
Κρήτηνδε
Κρήτη
Κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
κριβανίτης
κρίβανος
κριβανωτός
View word page
Κρής
Κρής Κρής, οῦ, a Cretan, Hom., etc.; fem. Κρῆσσα, ης, Aesch. as adj. Cretan, Soph.; also Κρήσιος, η, ον, Soph., Eur.

ShortDef

a Cretan

Debugging

Headword:
Κρής
Headword (normalized):
κρής
Headword (normalized/stripped):
κρης
IDX:
18655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18673
Key:
*krh/s

Data

{'content': 'Κρής\n Κρής, οῦ,\n a Cretan, Hom., etc.; fem. Κρῆσσα, ης, Aesch.\n as adj. Cretan, Soph.; also Κρήσιος, η, ον, Soph., Eur.', 'key': '*krh/s'}