Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρεουργία
κρεουργός
κρεοφάγος
κρέων
κρήγυος
κρήδεμνον
κρήμνημι
κρημνοβάτης
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνώδης
κρηναῖος
κρήνηθεν
κρήνηνδε
κρήνη
κρηνιάς
κρηνίς
κρηπίς
Κρής
κρησφύγετον
Κρήτηθεν
View word page
κρημνώδης
κρημνώδης κρημν-ώδης, ες εἶδος precipitous, Thuc.

ShortDef

precipitous

Debugging

Headword:
κρημνώδης
Headword (normalized):
κρημνώδης
Headword (normalized/stripped):
κρημνωδης
IDX:
18647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18665
Key:
krhmnw/dhs

Data

{'content': 'κρημνώδης\n κρημν-ώδης, ες\n εἶδος\n precipitous, Thuc.', 'key': 'krhmnw/dhs'}