Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρέμβαλα
κρεμβαλιαστύς
κρέξ
κρεοδαίτης
κρεοκοπέω
κρεοκόπος
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
κρεουργός
κρεοφάγος
κρέων
κρήγυος
κρήδεμνον
κρήμνημι
κρημνοβάτης
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνώδης
κρηναῖος
κρήνηθεν
View word page
κρεοφάγος
κρεοφάγος κρεο-φάγος, ον φᾰγεῖν eating flesh, carnivorous, Hdt.

ShortDef

eating flesh, carnivorous

Debugging

Headword:
κρεοφάγος
Headword (normalized):
κρεοφάγος
Headword (normalized/stripped):
κρεοφαγος
IDX:
18639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18657
Key:
kreofa/gos

Data

{'content': 'κρεοφάγος\n κρεο-φάγος, ον\n φᾰγεῖν\n eating flesh, carnivorous, Hdt.', 'key': 'kreofa/gos'}