Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρεῖον
κρείουσα
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμαστός
κρέμβαλα
κρεμβαλιαστύς
κρέξ
κρεοδαίτης
κρεοκοπέω
κρεοκόπος
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
κρεουργός
View word page
κρεμαστός
κρεμαστός κρεμαστός, ή, όν κρεμάννυμι hung, hung up, hanging, κρ. αὐχένος hung by the neck, Soph.; c. gen., also, hung from or on a thing, Eur.: —κρεμαστὴ ἀρτάνη, i. e. a halter, Soph.; so, βρόχοι κρ. Eur.

ShortDef

hung, hung up, hanging

Debugging

Headword:
κρεμαστός
Headword (normalized):
κρεμαστός
Headword (normalized/stripped):
κρεμαστος
IDX:
18628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18646
Key:
kremasto/s

Data

{'content': 'κρεμαστός\n κρεμαστός, ή, όν\n κρεμάννυμι\n hung, hung up, hanging, κρ. αὐχένος hung by the neck, Soph.; c. gen., also, hung from or on a thing, Eur.: —κρεμαστὴ ἀρτάνη, i. e. a halter, Soph.; so, βρόχοι κρ. Eur.', 'key': 'kremasto/s'}