Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κραυγή
κρεάγρα
κρεαγρίς
κρεάδιον
κρεανομέω
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
κρεηδόκος
κρεῖον
κρείουσα
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμαστός
κρέμβαλα
View word page
κρείουσα
κρείουσα κρείουσα, ἡ, v. κρείων.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρείουσα
Headword (normalized):
κρείουσα
Headword (normalized/stripped):
κρειουσα
IDX:
18619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18637
Key:
krei/ousa

Data

{'content': 'κρείουσα\n κρείουσα, ἡ,\n v. κρείων.', 'key': 'krei/ousa'}