Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κρατύνω
κρατύς
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγή
κρεάγρα
κρεαγρίς
κρεάδιον
κρεανομέω
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
κρεηδόκος
κρεῖον
κρείουσα
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
View word page
κρεανομία
κρεανομία κρεᾱνομία, ἡ, a distribution of flesh, Luc., etc.

ShortDef

a distribution of flesh

Debugging

Headword:
κρεανομία
Headword (normalized):
κρεανομία
Headword (normalized/stripped):
κρεανομια
IDX:
18614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18632
Key:
kreanomi/a

Data

{'content': 'κρεανομία\n κρεᾱνομία, ἡ,\n a distribution of flesh, Luc., etc.', 'key': 'kreanomi/a'}