Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κράτιστος
κράτος
κρατύνω
κρατύς
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγή
κρεάγρα
κρεαγρίς
κρεάδιον
κρεανομέω
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
κρεηδόκος
κρεῖον
κρείουσα
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρείων
View word page
κρεάδιον
κρεάδιον κρεά_διον, ου, τό, Dim. of κρέας, a morsel of meat, slice of meat, Ar., Xen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρεάδιον
Headword (normalized):
κρεάδιον
Headword (normalized/stripped):
κρεαδιον
IDX:
18612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18630
Key:
krea/dion

Data

{'content': 'κρεάδιον\n κρεά_διον, ου, τό,\n Dim. of κρέας,\n a morsel of meat, slice of meat, Ar., Xen.', 'key': 'krea/dion'}