Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κραταίλεως
κραταιόω
κραταιός
κραταίπεδος
κραταίπους
κραταίρινος
κρατεραίχμης
κρατεραύχην
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερόχειρ
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κρατηρίζω
κρατήρ
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κρατιστεύω
κράτιστος
View word page
κρατερόχειρ
κρατερόχειρ stout of hand, Anth.
ShortDef
stout of hand
Debugging
Headword:
κρατερόχειρ
Headword (normalized):
κρατερόχειρ
Headword (normalized/stripped):
κρατεροχειρ
IDX:
18592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18610
Key:
kratero/xeir
Data
{'content': 'κρατερόχειρ\n stout of hand, Anth.', 'key': 'kratero/xeir'}