Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κρασπεδόομαι
κράς
κραταιβόλος
κραταιγύαλος
κραταιίς
κραταίλεως
κραταιόω
κραταιός
κραταίπεδος
κραταίπους
κραταίρινος
κρατεραίχμης
κρατεραύχην
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερόχειρ
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κρατηρίζω
κρατήρ
View word page
κραταίρινος
κραταίρινος κρᾰταί-ρῑνος, ον hard-shelled, Orac. ap. Hdt.
ShortDef
hard-shelled
Debugging
Headword:
κραταίρινος
Headword (normalized):
κραταίρινος
Headword (normalized/stripped):
κραταιρινος
IDX:
18587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18605
Key:
kratai/rinos
Data
{'content': 'κραταίρινος\n κρᾰταί-ρῑνος, ον\n hard-shelled, Orac. ap. Hdt.', 'key': 'kratai/rinos'}