κραταίπους
κραταίπους
κρᾰταί-πους,
stout-footed, Epic:— καρταίπους is used absol. for ταῦρος in Pind.
{
"content": "κραταίπους\n κρᾰταί-πους,\n stout-footed, Epic:— καρταίπους is used absol. for ταῦρος in Pind.",
"key": "kratai/pous"
}