Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κράσπεδον
κρασπεδόομαι
κράς
κραταιβόλος
κραταιγύαλος
κραταιίς
κραταίλεως
κραταιόω
κραταιός
κραταίπεδος
κραταίπους
κραταίρινος
κρατεραίχμης
κρατεραύχην
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερόχειρ
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κρατηρίζω
View word page
κραταίπους
κραταίπους κρᾰταί-πους, stout-footed, Epic:— καρταίπους is used absol. for ταῦρος in Pind.

ShortDef

stout-footed

Debugging

Headword:
κραταίπους
Headword (normalized):
κραταίπους
Headword (normalized/stripped):
κραταιπους
IDX:
18586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18604
Key:
kratai/pous

Data

{'content': 'κραταίπους\n κρᾰταί-πους,\n stout-footed, Epic:— καρταίπους is used absol. for ταῦρος in Pind.', 'key': 'kratai/pous'}