Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκών
View word page
ἀγκυλόπους
ἀγκυλόπους with bent legs, ἀγκ. δίφρος, Rom. sella curulis, Plut.
ShortDef
with bent legs
Debugging
Headword:
ἀγκυλόπους
Headword (normalized):
ἀγκυλόπους
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοπους
IDX:
186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n186
Key:
a)gkulo/pous
Data
{'content': 'ἀγκυλόπους\n with bent legs, ἀγκ. δίφρος, Rom. sella curulis, Plut.', 'key': 'a)gkulo/pous'}