Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμύγδαλος
ἄμυγμα
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμύητος
ἀμύθητος
ἀμύκητος
Ἀμύκλαθεν
Ἀμυκλαϊάζω
Ἀμυκλαῖον
Ἀμύκλαι
ἄμυλος
View word page
ἄμυγμα
ἄμυγμα ἀμύσσω a scratching, tearing, Soph., Eur.
ShortDef
a scratching, tearing
Debugging
Headword:
ἄμυγμα
Headword (normalized):
ἄμυγμα
Headword (normalized/stripped):
αμυγμα
IDX:
1859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1859
Key:
a)/mugma
Data
{'content': 'ἄμυγμα\n ἀμύσσω\n a scratching, tearing, Soph., Eur.', 'key': 'a)/mugma'}