Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμύγδαλος
ἄμυγμα
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμύητος
ἀμύθητος
ἀμύκητος
Ἀμύκλαθεν
Ἀμυκλαϊάζω
Ἀμυκλαῖον
Ἀμύκλαι
View word page
ἀμύγδαλος
ἀμύγδαλος an almond-tree, Luc.

ShortDef

an almond-tree

Debugging

Headword:
ἀμύγδαλος
Headword (normalized):
ἀμύγδαλος
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλος
IDX:
1858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1858
Key:
a)mu/gdalos

Data

{'content': 'ἀμύγδαλος\n an almond-tree, Luc.', 'key': 'a)mu/gdalos'}