Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κραδαίνω
κραδάω
κράδη
κράζω
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόκωμος
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κράμβη
κράμβος
κραμβοφάγος
κραναήπεδος
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κρανίον
κράνον
κρανοποιέω
View word page
κραιπνοφόρος
κραιπνοφόρος κραιπνο-φόρος, ον φέρω swift-bearing, αὖραι Aesch.

ShortDef

swift-bearing

Debugging

Headword:
κραιπνοφόρος
Headword (normalized):
κραιπνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κραιπνοφορος
IDX:
18559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18577
Key:
kraipnofo/ros

Data

{'content': 'κραιπνοφόρος\n κραιπνο-φόρος, ον\n φέρω\n swift-bearing, αὖραι Aesch.', 'key': 'kraipnofo/ros'}