Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμύγδαλος
ἄμυγμα
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμύητος
ἀμύθητος
ἀμύκητος
Ἀμύκλαθεν
Ἀμυκλαϊάζω
Ἀμυκλαῖον
View word page
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλινος from ἀμύγδαλος of almonds, Xen.
ShortDef
of almonds
Debugging
Headword:
ἀμυγδάλινος
Headword (normalized):
ἀμυγδάλινος
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλινος
IDX:
1857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1857
Key:
a)mugda/linos
Data
{'content': 'ἀμυγδάλινος\n from ἀμύγδαλος\n of almonds, Xen.', 'key': 'a)mugda/linos'}