Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμύγδαλος
ἄμυγμα
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμύητος
ἀμύθητος
ἀμύκητος
View word page
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήρ ἄμπυξ a horseʼs head-band, Aesch.
ShortDef
a horse’s head-band
Debugging
Headword:
ἀμπυκτήρ
Headword (normalized):
ἀμπυκτήρ
Headword (normalized/stripped):
αμπυκτηρ
IDX:
1854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1854
Key:
a)mpukth/r
Data
{'content': 'ἀμπυκτήρ\n ἄμπυξ\n a horseʼs head-band, Aesch.', 'key': 'a)mpukth/r'}