Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμύγδαλος
ἄμυγμα
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμύητος
ἀμύθητος
View word page
ἀμπυκάζω
ἀμπυκάζω ἄμπυξ to bind the hair with a band, Anth.

ShortDef

to bind the hair with a band

Debugging

Headword:
ἀμπυκάζω
Headword (normalized):
ἀμπυκάζω
Headword (normalized/stripped):
αμπυκαζω
IDX:
1853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1853
Key:
a)mpuka/zw

Data

{'content': 'ἀμπυκάζω\n ἄμπυξ\n to bind the hair with a band, Anth.', 'key': 'a)mpuka/zw'}