Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμύγδαλος
ἄμυγμα
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμύητος
View word page
ἀμπλάκημα
ἀμπλάκημα from ἀμπλακεῖν an error, fault, offence, Aesch., etc.:—also, metri grat., ἀπλάκημα, Aesch.
ShortDef
an error, fault, offence
Debugging
Headword:
ἀμπλάκημα
Headword (normalized):
ἀμπλάκημα
Headword (normalized/stripped):
αμπλακημα
IDX:
1852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1852
Key:
a)mpla/khma
Data
{'content': 'ἀμπλάκημα\n from ἀμπλακεῖν\n an error, fault, offence, Aesch., etc.:—also, metri grat., ἀπλάκημα, Aesch.', 'key': 'a)mpla/khma'}