Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμύγδαλος
ἄμυγμα
View word page
ἀμπεχόνη
ἀμπεχόνη ἀμπέχω a fine robe: generally, clothing, clothes, Plat., Xen.
ShortDef
a fine robe
Debugging
Headword:
ἀμπεχόνη
Headword (normalized):
ἀμπεχόνη
Headword (normalized/stripped):
αμπεχονη
IDX:
1849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1849
Key:
a)mpexo/nh
Data
{'content': 'ἀμπεχόνη\n ἀμπέχω\n a fine robe: generally, clothing, clothes, Plat., Xen.', 'key': 'a)mpexo/nh'}