Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμύγδαλος
View word page
ἀμπελών
ἀμπελών ἄμπελος a vineyard, Aeschin., etc.
ShortDef
a vineyard
Debugging
Headword:
ἀμπελών
Headword (normalized):
ἀμπελών
Headword (normalized/stripped):
αμπελων
IDX:
1848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1848
Key:
a)mpelw/n
Data
{'content': 'ἀμπελών\n ἄμπελος\n a vineyard, Aeschin., etc.', 'key': 'a)mpelw/n'}