Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
View word page
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελοφύτωρ φύω a vine-planter, Anth.
ShortDef
a vine-planter
Debugging
Headword:
ἀμπελοφύτωρ
Headword (normalized):
ἀμπελοφύτωρ
Headword (normalized/stripped):
αμπελοφυτωρ
IDX:
1847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1847
Key:
a)mpelofu/twr
Data
{'content': 'ἀμπελοφύτωρ\n φύω\n a vine-planter, Anth.', 'key': 'a)mpelofu/twr'}