Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἄμπυξ
View word page
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργέω to dress vines, Theophr., Luc.
ShortDef
to dress vines
Debugging
Headword:
ἀμπελουργέω
Headword (normalized):
ἀμπελουργέω
Headword (normalized/stripped):
αμπελουργεω
IDX:
1845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1845
Key:
a)mpelourge/w
Data
{'content': 'ἀμπελουργέω\n to dress vines, Theophr., Luc.', 'key': 'a)mpelourge/w'}