κόρευμα
κόρευμα
κόρευμα, ατος, τό,
= κορεία, maidenhood, Eur., in pl.
from κορεύομαι
{
"content": "κόρευμα\n κόρευμα, ατος, τό,\n = κορεία, maidenhood, Eur., in pl.\n from κορεύομαι",
"key": "ko/reuma"
}