Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
View word page
ἄμπελος
ἄμπελος Perh.from ἀμπί (Aeolic for ἀμφί) , ἕλιξ, from its clasping tendrils. a vine, Lat. vitis, Od., etc.

ShortDef

vine

Debugging

Headword:
ἄμπελος
Headword (normalized):
ἄμπελος
Headword (normalized/stripped):
αμπελος
IDX:
1844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1844
Key:
a)/mpelos

Data

{'content': 'ἄμπελος\n Perh.from ἀμπί (Aeolic for ἀμφί) , ἕλιξ, from its clasping tendrils.\n a vine, Lat. vitis, Od., etc.', 'key': 'a)/mpelos'}