Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπυκάζω
View word page
ἀμπελόεις
ἀμπελόεις ἄμπελος rich in vines, Il., etc.
ShortDef
rich in vines
Debugging
Headword:
ἀμπελόεις
Headword (normalized):
ἀμπελόεις
Headword (normalized/stripped):
αμπελοεις
IDX:
1843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1843
Key:
a)mpelo/eis
Data
{'content': 'ἀμπελόεις\n ἄμπελος\n rich in vines, Il., etc.', 'key': 'a)mpelo/eis'}