Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
View word page
ἀμπελίς
ἀμπελίς Dim. of ἄμπελος a vine-plant, Ar. the bird ἀμπελίων, Ar.
ShortDef
a vine-plant
Debugging
Headword:
ἀμπελίς
Headword (normalized):
ἀμπελίς
Headword (normalized/stripped):
αμπελις
IDX:
1842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1842
Key:
a)mpeli/s
Data
{'content': 'ἀμπελίς\n Dim. of ἄμπελος\n a vine-plant, Ar.\n the bird ἀμπελίων, Ar.', 'key': 'a)mpeli/s'}