Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπλακεῖν
View word page
ἀμπέλινος
ἀμπέλινος ἄμπελος of the vine, Hdt. of persons, given to wine, Anth.

ShortDef

of the vine

Debugging

Headword:
ἀμπέλινος
Headword (normalized):
ἀμπέλινος
Headword (normalized/stripped):
αμπελινος
IDX:
1841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1841
Key:
a)mpe/linos

Data

{'content': 'ἀμπέλινος\n ἄμπελος\n of the vine, Hdt.\n of persons, given to wine, Anth.', 'key': 'a)mpe/linos'}