Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
View word page
ἀμπελεών
ἀμπελεών poet. for ἀμπελών, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπελεών
Headword (normalized):
ἀμπελεών
Headword (normalized/stripped):
αμπελεων
IDX:
1840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1840
Key:
a)mpelew/n

Data

{'content': 'ἀμπελεών\n poet. for ἀμπελών, Theocr.', 'key': 'a)mpelew/n'}