Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
View word page
ἀγκυλόδους
ἀγκυλόδους crook-toothed: barbed, Anth.

ShortDef

crook-toothed: barbed

Debugging

Headword:
ἀγκυλόδους
Headword (normalized):
ἀγκυλόδους
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοδους
IDX:
184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n184
Key:
a)gkulo/dous

Data

{'content': 'ἀγκυλόδους\n crook-toothed: barbed, Anth.', 'key': 'a)gkulo/dous'}