Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργός
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελών
View word page
ἄμ
ἄμ poet. for ἀνά, before a word beginning with the labials e. g. ἂμ βωμοῖσι, ἂμ μέσον, ἂμ πεδίον ἂμ φυτά.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄμ
Headword (normalized):
ἄμ
Headword (normalized/stripped):
αμ
IDX:
1838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1838
Key:
a)/m

Data

{'content': 'ἄμ\n poet. for ἀνά, before a word beginning with the labials e. g. ἂμ βωμοῖσι, ἂμ μέσον, ἂμ πεδίον ἂμ φυτά.', 'key': 'a)/m'}