Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
View word page
ἀμοχθεί
ἀμοχθεί adverb of ἄμοχθος, Aesch., Eur. without effort.

ShortDef

without effort

Debugging

Headword:
ἀμοχθεί
Headword (normalized):
ἀμοχθεί
Headword (normalized/stripped):
αμοχθει
IDX:
1834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1834
Key:
a)moxqei/

Data

{'content': 'ἀμοχθεί\n adverb of ἄμοχθος, Aesch., Eur.\n without effort.', 'key': 'a)moxqei/'}