Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
ἄμ
ἀμπελάνθη
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
View word page
ἄμουσος
ἄμουσος μοῦσα without the Muses, without taste, unrefined, inelegant, rude, gross, Eur., Ar.:—adv. ἀμούσως Plat. unmusical, Eur.; ἀμουσόταται ᾠδαί Eur.
ShortDef
without the Muses, without taste, unrefined, inelegant, rude, gross
Debugging
Headword:
ἄμουσος
Headword (normalized):
ἄμουσος
Headword (normalized/stripped):
αμουσος
IDX:
1833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1833
Key:
a)/mousos
Data
{'content': 'ἄμουσος\n μοῦσα\n without the Muses, without taste, unrefined, inelegant, rude, gross, Eur., Ar.:—adv. ἀμούσως Plat.\n unmusical, Eur.; ἀμουσόταται ᾠδαί Eur.', 'key': 'a)/mousos'}