κολλικοφάγος
κολλικοφάγος
κολλῑκο-φάγος, ον
φαγεῖν
roll-eating, Ar.
from κόλλιξ
{
"content": "κολλικοφάγος\n κολλῑκο-φάγος, ον\n φαγεῖν\n roll-eating, Ar.\n from κόλλιξ",
"key": "kollikofa/gos"
}