κολαστήριον
κολαστήριον
κολαστήριον, ου, τό,
κολάζω
a house of correction, Luc.
= κόλασμα, κόλασις, Xen.
{
"content": "κολαστήριον\n κολαστήριον, ου, τό,\n κολάζω\n a house of correction, Luc.\n = κόλασμα, κόλασις, Xen.",
"key": "kolasth/rion"
}