Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
View word page
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλογλώχιν of a cock, with hooked spurs, Babr.

ShortDef

with hooked spurs

Debugging

Headword:
ἀγκυλογλώχιν
Headword (normalized):
ἀγκυλογλώχιν
Headword (normalized/stripped):
αγκυλογλωχιν
IDX:
183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n183
Key:
a)gkuloglw/xin

Data

{'content': 'ἀγκυλογλώχιν\n of a cock, with hooked spurs, Babr.', 'key': 'a)gkuloglw/xin'}